- τραβώ
- -άω, Ν1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά»)2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι»)3. ρίχνω με όπλο, πυροβολώ («τού τράβηξε μια πιστολιά»)4. χτυπώ (α. «τού τράβηξε γερό ξύλο...» β. «τού τράβηξε μια μπουνιά»)5. (σχετικά με υγρά) αντλώ (α. «τράβηξα νερό απ' το πηγάδι» β. «τραβώ κρασί απ' το βαρέλι»)6. απορροφώ («το σφουγγάρι τραβάει το νερό»)7. θέλγω, προσελκύω («δεν μέ τραβάει η συντροφιά τους»)8. εκτυπώνω («τραβήξαμε πέντε χιλιάδες αντίτυπα»)9. αναζητώ ή προκαλώ ως αναγκαίο συμπλήρωμα (α. «η σαρδέλα τραβάει ούζο» β. «η ψυχούλα του τραβάει ένα ταξιδάκι»)10. κάνω ανάληψη χρημάτων («τράβηξα τα μισά λεφτά μου από τον λογαριασμό στην τράπεζα»)11. (σχετικά με συναλλαγματική) εκδίδω12. απομακρύνω κάποιον από κάπου ή από κάτι, αποσύρω («τράβηξε το παιδί της από το σχολείο»)13. υφίσταμαι, υποφέρω (α. «τί τράβηξα ώσπου να τόν συνεφέρω» β. «τραβώ μεγάλα βάσανα»)14. έχω ταχύτητα ή βεληνεκές (α. «το αυτοκίνητο τραβάει άνετα 120 χλμ.» β. «αυτό το πιστόλι τραβάει και στα εκατό μέτρα»)15. αγοράζω, καταναλίσκω («η Ευρώπη τραβάει πολύ λάδι»)16. (αμτβ.) α) κατευθύνομαι, προχωρώ («τράβα αριστερά»)β) παραμερίζω, απομακρύνομαι («τράβα πιο πέρα να περάσω»)γ) έχω ελκυσμό, σχηματίζω ρεύμα («δεν τραβάει το τζάκι»)δ) διαρκώ, παρατείνομαι (α. «η αρρώστεια του τράβηξε τρεις μήνες» β. «η υπόθεση τραβάει μήνες τώρα»)ε) (η προστ. ενεστ.) τράβαπήγαινε, φύγε, ξεκουμπήσουστ) (μέσ. και παθ.) τραβιέμαι και τραβιούμαιi) είμαι ανεκτός, υποφέρομαι («δεν τραβιέται άλλο πια αυτός ο καημός»)ii) αποσύρομαι, αποχωρώ (α. «θα τραβηχθεί από την πολιτική» β. «τραβήχθηκα από τη δουλειά αυτή»)iii) έχω κατανάλωση, διατίθεμαι, αγοράζομαι («τα πορτοκάλια μας δεν τραβιούνται πια στην Ευρώπη»)iv) (για γυναίκα) συνουσιάζομαιν) συνευρίσκομαι παράνομα17. φρ. α) «τραβώ το αφτί κάποιου» — συνετίζω, επαναφέρω κάποιον στην τάξηβ) «τραβώ κάποιον από τη μύτη» — κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τόν κατευθύνω απόλυτα στις ενέργειες τουγ) «τό τραβάω» — μού αρέσει πολύ το κρασί, πίνω περισσότερο από όσο πρέπειδ) «τράβα χαρτί» — πάρε κι άλλο τραπουλόχαρτοε) «τράβα μπρος» — συνέχισε την πορεία σου, μην υποχωρείς, μην απογοητεύεσαιστ) «τραβώ τα μαλλιά μου»i) βρίσκομαι σε απόγνωσηii) έχω μπελάδες, έχω μπλεξίματαζ) «τράβα κορδέλα» — συνέχισε χωρίς να σταματάςη) «ο μήνας τραβάει τριάντα μία» — ο μήνας έχει τριάντα μία ημέρεςθ) «είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά» ή «είναι [πολύ] τραβηγμένο»(για επιχείρημα, συμπέρασμα ή αστείο) τελείως βεβιασμένο, καθόλου πειστικόι) «τραβώ βρισίδι» — βρίζω πολύ, καθυβρίζωια) «είναι τραβηγμένος» — είναι πιωμένος, είναι μεθυσμένοςιβ) «τραβώ τον διάβολό μου» — βασανίζομαι, αντιμετωπίζω προβλήματα, υφίσταμαι ταλαιπωρίες ή ενοχλήσειςιγ) «τράβα στη δουλειά σου» — λέγεται σε κάποιον που μεσολαβεί ή παρεμβαίνει ανεπιθύμηταιδ) «τράβα χέρι» — φύγε και μην ανακατεύεσαιιε) «τραβώ κουπί» — κωπηλατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τραβώ έχει σχηματιστεί, με μετάθεση τού -ρ-, από έναν τ. ταυρώ, νεώτερο τ. αντί τού μσν. ταυρίζω (για το ζεύγος ταυρίζω: ταυρώ, πρβλ. χαιρετίζω: χαιρετώ), το οποίο έχει σημ. «ενεργώ όπως ο ταύρος, σύρω, έλκω». Επομένως, το ρ. θα έπρεπε να γράφεται τραυώ. Επικράτησε, όμως, η απλοποιημένη γρφ. τραβώ].
Dictionary of Greek. 2013.